Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2016

Αποσπασμα της Ελληνικής Νομαρχίας- Πιο επίκαιρο από ποτέ μετά την επανάσταση του 1821.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑ
                       'Ητοι Λόγος περί ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, 1806



Δι' ού άποδεικνύεται, πόσον είναι καλλιωτέρα ή Νομαρχική Διοίκησις άπό τάς λοιπάς, ότι είς αύτήν μόνον φυλάττεται ή 'Ελευθερία τού άνθρώπου, τί έστί 'Ελευθερία, όπόσων μεγάλων κατορθωμάτων είναι πρόξενος, ότι τάχιστα ή 'Ελλάς πρέπει νά συντρίψη τάς άλύσους της, ποίαι έστάθησαν αί αίτίαι όπού μέχρι τής σήμερον τήν έφύλαξαν δούλην, καί όποίαι είναι έκείναι, όπού μέλλει νά τήν έλευθερώσωσι.

Συντεθείς τε καί τύποις έκδοθείς ίδίοις άναλώμασι πρός ώφέλειαν τών 'Ελλήνων ΠΑΡΑ ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟΣ
'Εν 'Ιταλία. 1806.

ΣΤΟΧΑΣΟΥ, ΚΑΙ ΑΡΚΕΙ

'Ω 'Αναγνώστα !
'Επειδή ό λόγος μου δέν είναι άλλο, παρά μία διεξοδική 'Επιστολή πρός τούς 'Ελληνας' έπειδή τάς άντιρρήσεις έκείνων όπού κατά συνήθειαν, καί χωρίς αίτίαν κάμνουσι, ώς ούδέν κρίνω' έπειδή οί λεξολάτραι, καί όσοι μέ τό συντακτικόν τού Γαζή είς τό χέρι ήθελαν κατακρίνει τούτο τό έγχειρίδιον, είς ούδέν μέ βλάπτουσι' έπειδή νομίζω άχρηστον νά άποκριθώ είς όσους ήθελαν έρωτήσει, διατί κράζομαι άνώνυμος' καί έπειδή τέλος πάντων προσμένω μέ πόθον νά λάβω καμμίαν όρθήν έρμηνείαν, καί διόρθωσιν είς κανένα σφάλμα μου άκούσιον: διά τούτο, είς άλλο τι δέν χρησιμεύει ή παρούσα μου ξεχωριστή 'Επιστολή, είμή μόνον διά νά σέ είδοποιήσω, ότι, άνίσως όμοιάζεις έκείνους όπού προφέρουσι τό όνομα τής 'Ελλάδος χωρίς νά άναστενάζωσι, νά μήν χάσης τόν καιρόν σου ματαίως είς τό νά άναγνώσης τό πονημάτιόν μου τούτο.

'Ερρωσο.

ΕΙΣ ΤΟΝ ΤΥΜΒΟΝ , τού μεγάλου καί άειμνήτου 'Ελληνος ΡΗΓΑ ,
τού ύπέρ τής σωτηρίας τής 'Ελλάδος έσφαγιασθέντος,
χάριν εύγνωμοσύνης ό συγγραφεύς τό πονημάτιον τόδε ώς δώρον άνατίθησι.

Εψοςιαςε αμιρυισ ξοστςισ εψ οσσιβυσ υμτος Φιςη. βλ. 1.

Είς ποίον άλλον έπρεπε νά άναθέσω έγώ τό παρόν μου πονημάτιον, ώ άξιάγαστε 'Ηρως, παρά είς έσέ όπού έστάθης ό πρόδρομος μιάς ταχέας έλευθερώσεως τής κοινής πατρίδος μας 'Ελλάδος, καί έθυσίασες τήν ζωήν σου δι' άγάπην της; Δέξαι τό λοιπόν μέ τό συνηθισμένον σου έλληνικόν, ίλαρόν καί καταδεκτικόν βλέμμα, καί δέξαι το πρός τούτοις ώς άρραβώνα έκδικήσεως τού λαμπρού αίματός σου κατά τών τυράννων τής 'Ελλάδος. 'Η δέ 'Ελλάς άπασα θέλει δοξάσει διά παντός τό άθάνατον όνομά σου, συναριθμούσα αύτό είς τόν κατάλογον τών 'Επαμεινώντων, Λεωνίδων, Θεμιστοκλέων, καί Θρασυβούλων.
1. 'Αναφανήναί τις έκ των όστέων ήμών έκδικος. [Βιργίλιος]

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑ , ήτοι Λόγος περί ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ

'Εσείς, ώ άθάνατοι ψυχαί τών έλευθέρων προγόνων μου! ένδυναμώσατε τώρα τόν ζήλον μου μέ τά ήρωΐκά σας έντάλματα, διά νά έκφράσω, καθώς πρέπει, τά τής έλευθερίας κάλλη είς τούς άπογόνους σας. Καί σύ, ίερά Πατρίς, έγκαρδίωσον καί στερέωσον τήν πρός σέ άγάπην μου, μέ τήν ένθύμησιν τών παλαιών τερατουργημάτων σου, διά νά παραστήσω μέ σαφήνειαν είς τά τέκνα σου τάς φοβεράς χρείας σου, καί νά ένθουσιάσω τάς έλληνικάς των καρδίας μέ τόν θείον σου έρωτα.

Ναί, φιλτάτοι μου 'Ελληνες, τό έπιχείρημα είναι δύσκολον δι' έμέ, άλλ' ή Πατρίς τό ζητεί, τό χρέος μου μέ βιάζει, καί μόνον ή άλήθεια τών λόγων μου μού προμηνύει καλήν έκβασιν. 'Αντί ρητορικών φράσεων, θέλει καλλωπίσει τόν λόγον μου ή διήγησις τών θαυμαστών έργων τών πάλαι 'Ηρώων, ή μεγαλειότης δέ τού θέματος καί τό κοινόν όφελος μού τάζουσι τήν παρ' έμού ποθουμένην άνταμοιβήν, λέγω τήν κατάπεισιν τών όμογενών μου 'Ελλήνων.

'Αμποτες, λοιπόν, νά άξιωθώ νά άποδείξω έμπράκτως τά όσα, κατά τό παρόν, διά λόγου άπεφάσισα νά σάς κοινοποιήσω, τό όποίον έπεύχομαι είς όλους τούς άγαπητούς μου 'Ελληνας καί όλους τούς άληθείς φιλοπάτριδας. 'Αναγκαίον πράγμα είναι είς όποιον άποφασίσει νά έξετάση τήν άλήθειαν τών πραγμάτων, συχνάκις νά δυσπιστή είς τόν ίδιον έαυτόν του, καί χωρίς νά είναι εύκολόπιστος είς τούς άλλους, νά καταπείθεται μόνον είς τήν άναμφιβολίαν. 'Ωσάν όπού πολλάκις άμελώντας τινάς μίαν παραμικράν έρευναν, καί δίδοντας πίστιν είς όσα άκροάζεται άπό άλλους, εύκόλως ήμπορεί νά άπατηθή, καί τότε λαμβάνει μίαν περίληψιν άκατάστατον είς τήν ύπόθεσιν όπού ζητεί, καί έξακολούθως ούτε αύτός ήμπορεί νά εύρη τήν άλήθειαν, ούτε άλλοι παρ' αύτού νά τήν έννοήσωσι.

'Οταν όμως έξετάζη τήν ύπόθεσιν μέ προσοχήν, συγκρίνει άδιαφόρως τούς περί αύτής όμιλήσαντας, έρευνώντας πρός τούτοις τάς αίτίας, όπού τόν καθένα έπαρακίνησαν νά όμιλήση' όταν, λέγω, έκλέγει τό πιθανόν άπό τό άδύνατον καί τό δύσκολον άπό τό άμφίβολον, τότε προχωρεί βαθμηδόν, καί φθάνει τέλος πάντων είς τήν άλήθειαν, καί εύρίσκει τήν άνταμοιβήν είς τούς κόπους του μέ τήν άκριβήν της άπόκτησιν. Τότε, λέγω, πρέπει καθείς νά καταπείθεται, καί άνοητότατος ήθελεν είναι ό άκατάπειστος.

Πολλοί, μέχρι τής σήμερον, έστάθησαν οί πολυπράγμονες τής άνθρωπίνης εύδαιμονίας, πολλά όλίγοι όμως διετήρησαν τούς προλεχθέντας κανόνας, καί όλιγότατοι έπέτυχον τού σκοπού των' καί διά τούτο άλλος μέν ήλπισε νά τήν εύρη είς τά πλούτη, άλλος είς τήν μάθησιν, άλλος είς τήν πτωχείαν, άλλος είς τήν φιλαυτίαν' μερικοί πάλιν, έξετάζοντες τά άνθρώπινα περιστατικά, καί άπαντούντες πανταχόθεν έμπόδια καί δυσκολίας, είπον ότι ό άνθρωπος δέν ήμπορεί νά είναι εύτυχής κατ' ούδένα τρόπον' άλλοι δέ, όπού δέν έλαβον έπιμέλειαν νά έρευνήσωσι όσον έχρειάζετο τήν ύπόθεσιν, άπεφάσισαν εύθύς εύθύς, ότι όλοι οί άνθρωποι είναι εύτυχείς.

'Ανάμεσα, λοιπόν, είς τοιούτον λαβύρινθον τοσούτων στοχασμών, άλλο, βέβαια, δέν ήμπορεί τινάς νά καταλάβη, είμή μόνον ότι ή εύτυχία τού άνθρώπου στέκεται είς τό νά είναι εύχαριστημένος, καί έξακολούθως, μήν ήμπορώντας νά είναι κατά πάντα εύχαριστημένος, ούτε κατά πάντα εύτυχής ήμπορεί νά όνομασθή. 'Οθεν, διά νά εύτυχήση ό άνθρωπος όσον περισσότερον είναι δυνατόν, πρέπει πρότερον νά έξαλείψη όσας αίτίας τής δυσαρεσκείας του ήμπορέση, δηλ. νά ύπακούη είς τήν θέλησίν του. 'Αλλ' έπειδή οί άνθρωποι δέν έχουσιν όλοι τάς αύτάς θελήσεις, είναι άναγκαίον οί όλιγότεροι νά ύπακούουν είς τήν θέλησιν τών περισσοτέρων καί μήν όντας δυνατόν νά είναι όλοι εύτυχείς, κάν νά είναι οί περισσότεροι.

'Η εύτυχία μας λοιπόν κρέμαται άπό τήν διοίκησιν, ή όποία ήμπορεί νά μάς καταστήση εύτυχείς μόνον τότε, όταν άρέσκη τών πεοισσοτέρων. Διά τούτο άναγκαίον είναι νά έξετάσητε μαζί μου, άνάμεσα είς τάς τόσας διοικήσεις, όπού τήν σήμερον έχουσιν οί άνθρωποι, ποία είναι ή καλλιοτέρα, τό όποίον δέν θέλει σάς φανή δύσκολον, έπειδή ήξεύρετε τόν τρόπον, όπού σάς
προείπον, τής δοκιμής της. 'Αφού δέ εύρομεν τήν καλλιοτέραν διοίκησιν, τότε θέλομεν καταλάβει καί τί έστί έλευθερία, περί ής ό λόγος, καί πόσων άξίων κατορθωμάτων καί άρετών είναι πρόξενος, καί τέλος πάντων είς τί συνίσταται ή όμοιότης καί ή όμόνοια' όπού βεβαιωθέντες είς αύτά, νά προσπαθήσωμεν νά τά ξαναποκτήσωμεν, καί νά άναλαμπρύνωμεν τό Γένος μας, τό όποίον ή τυραννία τόσον ήμαύρωσεν. 'Ο άνθρωπος είναι πεπροικισμένος άπό τήν φύσιν μέ τό λογικόν, διά μέσου τού όποίου συγκρίνει τά πράγματα άναμεταξύ των, καί προκρίνει άπό αύτά όποιον τόν ώφελεί περισσότερον, έχει δέ μίαν κλίσιν πρός τό βελτίον, όπού πάντοτε τόν παρακινεί, είς όποιανδήποτε κατάστασιν ήθελεν είναι, νά ζητή μίαν καλλιοτέραν' ό πρώτος του λοιπόν καί άναγκαιότερος στοχασμός είναι τό νά διαφυλάξη τήν ζωήν του καί νά τήν διαυθεντεύση όσον ήμπορεί άπό κάθε έναντίον. 'Εως όπού ό άνθρωπος ήμπόρεσε νά τραφή καί νά διαυθεντευθή μόνος του, έως τότε έσώθη ή φυσική ζωή, καί βέβαια ή εύτυχεστέρα διά ήμάς τούς θνητούς. 'Αφού όμως ό ένας έκραξεν πρός βοήθειάν του τόν άλλον, τό φυσικόν σύστημα έτελείωσεν, καί εύθύς ήρχισεν, διά νά είπώ έτζι, τό έλεεινόν θέατρον τών άνθρωπίνων περιστάσεων.

'Ισως τινάς ήθελεν έρωτήσει, πόθεν προήλθεν ή άνάγκη, όπού έβίασεν τόν άνθρωπον νά ζητήση βοήθειαν παρ' άλλου' άλλά ήθελεν είναι τό ίδιον νά έρωτούσε τινάς, διά ποίον τέλος καί διά τί τό ύπέρτατον Ον έκτισε τήν οίκουμένην. 'Η μεγαλειτέρα άμάθεια είναι, άδελφοί μου, τό νά θέλη τινάς νά μάθη έκείνα όπού δέν ήμπορεί νά καταλάβη. 'Οθεν, όποιος γνωρίζει τά όσα δέν δύναται νά έννοήση καί τά παραιτεί, είναι ό σοφώτερος τών άνθρώπων.

'Αφού λοιπόν έπαυσεν, ώς είπον, τό πρώτον σύστημα τών άνθρώπων, είς τό όποίον ή φύσις ήτον άντί τών νόμων, ή γή όλη άντί τών πολιτειών, καί ή θέλησις καθενός άντί τών ήθών, άφού, λέγω, ό άνθρωπος δέν ήθέλησεν νά εύχαριστηθή μέ τήν σημερινήν τροφήν, άλλ' έζήτησε νά προητοιμάση καί διά τήν αύριον, καί άφού τέλος πάντων άπεφάσισε νά ζήση μαζί μέ άλλους, έχασε τήν άληθή εύτυχίαν, καί έγινε δούλος όχι μόνον τού έαυτού του, καί άλλων, άλλά καί τών ίδίων άψύχων πραγμάτων.

Πρώτη λοιπόν έστάθη, ή άναρχία νά φανερωθή άνάμεσα είς τούς άνθρώπους. Εύθύς ό δυνατότερος άρχισε νά δώση νόμον τού άδυνάτου, καί οί περισσότεροι νά άρπάζωσι τό δίκαιον άπό τούς όλιγοτέρους: έκεί φόνοι, έκεί άδικίαι, έκεί τέλος πάντων μύρια άναγκαία πλημμελήματα έως τότε άγνώριστα. Είδεν ή άνθρωπότης τό καλόν όπού έχασεν, άλλά δέν τής ήτον πλέον δυνατόν νά τό ξαναποκτήση, καί άναγκαίως έχρειάσθη νά βασανισθή όχι όλίγον καιρόν, έως όπού ή σκιά τού θρόνου ήρχισε νά άπομωράνη τάς ψυχάς τών άνθρώπων, καί ίδού ή μοναρχία έμφανίσθη, ή όποία ώς πρόξενος καί γεννήτρια τής πολιτικής άνομοιότητος τών άνθρώπων, μετ' ού πολλού μεταβληθείσα είς τυραννίαν, έφερεν είς τήν γήν όλα τά κακά όπού ήμπορούσεν νά δοκιμάση τό άνθρώπινον γένος.

'Ιδού ό τύραννος, ώς ήμίθεος, νά δίδη τόν θάνατον είς τούς άλλους, καί νά χαρίζη τήν ζωήν όσων δέν θανατώνει. 'Ιδού τά έλαττώματα, όχι πλέον μισητά, άλλά έπαινετά, καί έπιθυμητά. 'Ιδού ή άδικία μέ τό ξίφος είς τήν δεξιάν, νά καταπατή τήν άρετήν, καί νά διώκη τήν δικαιοσύνην. 'Ιδού...

'Αλλά, τέλος πάντων, αύτά τά ίδια κακά, καί άνυπόφοροι δυστυχίαι έδίδαξαν τήν άνθρωπότητα νά εύρη μίαν διοίκησιν, είς τήν όποίαν νά έπιτύχη τήν άνάπαυσίν της καί τήν εύτυχίαν της' αύτή είναι λοιπόν έκείνη ή διοίκησις, όπού έγώ θέλω νά τήν όνομάσω Νομαρχίαν, ή όποία, όσον περισσότερον οί άνθρωποι άγαπώσι τήν εύτυχίαν των, τόσον αύτή στερεούται καί φυλάττεται άμετάτρεπτος, ούσα ή ύστερινή μεταμόρφωσις, διά νά είπώ ούτως, τών διαφόρων διοικήσεων, καί ή μόνη πρόξενος τής άρετής, τής όμοιότητος, καί τής έλευθερίας.

Πολλάκις βλέπομεν, νά μήν άκολουθούν τόν είρημένον κανόνα είς τάς μεταβολάς των αί διοικήσεις, αύτό όμως προέρχεται άπό διαφόρους αίτίας, όπού τό παρόν θέμα δέν συγχωρεί τήν έκτεταμένην των διήγησιν. Φθάνει μόνο νά ήξεύρη καθείς, ότι όποιαδήποτε διοίκησις πρέπει νά είναι μία άπό τάς είρημένας τέσσαρας, τάς όποίας ώς γενικάς κρίνω, καί ότι ή ύστερινή είναι ή καλλιοτέρα καί άρμοδιωτέρα πρός τό ήμέτερον εύ ζήν. Αύτήν λοιπόν άς έξετάσωμεν όσον δυνηθώμεν άκριβέστερα' καί βέβαια είς αύτήν θέλομεν εύρει τήν έλευθερίαν διασωσμένην, καί έξακολούθως, τήν είσοδον είς τήν άνθρωπίνην εύδαιμονίαν. 'Η νομαρχία, άδελφοί μου, εύρίσκεται τόσον είς τήν δημοκρατίαν, καθώς καί είς τήν άριστοκρατίαν, αί όποίαι είς άλλο δέν διαφέρουσι, είμή μόνον, ότι ή μέν δημοκρατία κλίνει είς τήν άναρχίαν, ή δέ άριστοκρατία είς τήν όλιγαρχίαν, ή όποία πολλάκις είναι χειροτέρα καί άπό τήν ίδίαν τυραννίαν.

'Επειδή όμως καί είς τάς δύο αύτάς διοικήσεις σώζεται ή 'Ελευθερία, άδιάφορος είναι ή έκλογή. 'Οθεν, κατά τό πλήθος τού λαού, καί κατά τό κλίμα, ποτέ μέν προτιμάται ή μία, ποτέ δέ ή άλλη.
'Αλλά τί έστί έλευθερία; Είς τήν άναρχίαν, ώ 'Ελληνες, έλεύθεροι είναι μόνον οί ίσχυρότεροι, είς μέν είς τήν μοναρχίαν, ούδείς δέ είς τήν τυραννίαν, καί όλοι είς τήν νομαρχίαν. 'Οθεν, κατά μέν τούς πρώτους ή έλευθερία άλλο δέν είναι, είμή ή έκτέλεσις τής θελήσεως τού καθενός, έπειδή, εύρισκόμενοι χωρίς νόμους, καί χωρίς κριτάς, ό μέν άρπαξ όνομάζει τάς άρπαγάς του άποτέλεσμα τής έλευθερίας του, όμοίως δέ καί ό άσωτος τάς άσωτίας του, καί ό κακός τάς κακίας του. Κατά δέ τούς δευτέρους, ώσάν όπού έπώλησαν τήν έλευθερίαν τους ένός, άλλο δέν έννοούσι μέ αύτήν τήν λέξιν, είμή τάς προσταγάς τού κυρίου των, καί είναι μόνον έλεύθεροι διά νά τόν ύπακούωσι. 'Ο τύραννος δέ καί οί δούλοι του άγνοούσι παντάπασιν τοιαύτην λέξιν, έπειδή ποτέ δέν τήν έδοκίμασαν, διά νά έχουν ίδέαν περί αύτής.

'Υπό τής νομαρχίας, τέλος πάντων, ή έλευθερία εύρίσκεται είς όλους, ώσάν όπού όλοι κοινώς τήν άφιέρωσαν είς τούς νόμους, τούς όποίους διέταξαν αύτοί οί ίδιοι, καί ύπακούοντάς τους καθείς ύπακούει είς τήν θέλησίν του, καί είναι έλεύθερος. 'Ιδού λοιπόν, όπού κατ' αύτούς ή έλευθερία είναι ή ύπακοή είς τούς νόμους, καί έν ένί λόγω, άλλο δέν είναι ή έλευθερία παρά ή αύτή νομαρχία. Αύτή είναι, άγαπητοί μου, έκείνη ή έλευθερία, όπού άλλοι μέν άστοχάστως ένόμιζον τήν άπώλειαν, άλλοι δέ παραφρόνως τήν άπείθειαν, καί άλλοι άλλως, ώς ή άπαιδευσία έδίδασκε τόν καθένα, άφευκτα άποτελέσματα τής δουλείας, ή όποία έβαρβάρωσεν τούς άνθρώπους, κατέφθειρεν τά ήθη, καί έξ αίτίας της ήμείς διαφέρομεν τόσον άπό τούς προγόνους μας, όπού είς μερικούς φαινόμεθα άλλοτρίου γένους.

Φεύ! πού είσαι, έλευθερία ίερά! πού νόμοι! πού νομοδόται! 'Οσον γνωρίζομεν τήν άληθή σημασίαν σου, τόσον αύξάνει ό πόθος μας είς τό νά σέ άπολαύσωμεν. 'Εσύ είσαι ή μήτηρ τών μεγάλων άνδρών, σύ ό στύλος τής δικαιοσύνης, σύ ή πηγή τής εύτυχίας. 'Ε, πόσον καλόν λείπει έκείνων, όπού σέ ύστερούνται! Πόσον θέλουν κλαύσει όσοι μέχρι τούδε δέν σέ έγνώριζον! 'Ημείς δέ, ναί ίερά 'Ελευθερία, μέ τούς όδόντας μας θέλομεν συντρίψει τάς άλύσους μας, διά νά τρέξωμεν πρός άπάντησίν σου. Είναι άδύνατον αί έλληνικαί ψυχαί νά κοιμηθούν πλέον είς τήν ληθαργίαν τής τυραννίας! 'Ο λαμπρός ήχος τών άρμάτων των πάλιν θέλει άκουσθή πρός κατατρόπωσιν τών τυράννων των, καί ταχέως.

'Αλλά πρίν είσέλθω είς τήν έπαρίθμησιν τών καλών τής αύτής νομαρχίας, κρίνω άναγκαίον νά σάς φανερώσω τι προλαβόντως περί τής όμοιότητος τών άνθρώπων, καί τούτο διά νά μήν άπατηθώσιν όσοι ήθελαν νομίσει νά εύρωσιν είς αύτήν τήν διοίκησιν μίαν άπόλυτον όμοιότητα.
Τρείς είναι λοιπόν αί αίτίαι τής άνομοιότητος τών άνθρώπων, άδελφοί μου, άγκαλά καί αύτοί νά διαφέρωσι κατά πολλούς τρόπους. 'Η πρώτη άπό αύτάς είναι ή ίδία φύσις, ή όποία άλλους μέν έκαμεν δυνατής κράσεως, καί άλλους άδυνάτου, έχάρισε μερικών περισσότερον πνεύμα, καί άλλων τινών όλιγότερον, καί ούτως οί άνθρωποι διαφέρουσιν έν πρώτοις άναμεταξύ των κατά φυσικόν τρόπον.

'Η δέ δευτέρα είναι ή άνατροφή, διά τής όποίας ό άνθρωπος άποκτά τάς άρετάς καί τήν σοφίαν, ήτοι τά καλά ήθη. 'Οθεν, οί άνθρωποι διαφέρουσιν άκόμη καί κατά τά ήθη. 'Η τρίτη, τέλος πάντων, είναι ή τύχη, καί ούτως ό πτωχός διαφέρει άπό τόν πλούσιον. 'Η άναρχία, λοιπόν, κατέστησε κατ' άρχάς τήν άπλήν φυσικήν άνομοιότητα άνυπόφορον, καί έξακολούθως ή μοναρχία, καί μετ' αύτής ή τυραννία, ήθέλησαν νά μετριάσουν όπωσούν τήν φυσικήν άνομοιότητα, καί αίφνιδίως έπροξένησαν είς τήν άνθρωπότητα τήν άκατάστατον καί φοβεράν άνομοιότητα τών ήθών τε καί τής τύχης, όπού θεωρώντας τήν σήμερον τινάς τούς άνθρώπους, πρέπει νά άνατριχιάζη άπό τοιούτον έλεεινόν θέαμα, εύρίσκοντας πολλά μεγαλειτέραν διαφοράν άπό ένα άνθρωπον είς άλλον, παρά άπό τόν άνθρωπον είς ένα ζώον. (1)

'Αλλο μέσον δέν ήτον λοιπόν νά παρηγορήση τήν άνθρωπότητα, είς τόσον κακήν κατάστασιν εύρισκομένην, παρά μία καλή διοίκησις, καί διά τούτο ή νομαρχία, χωρίς νά θελήση ματαίως νά κάμη όλους δυνατούς, όλους πεπαιδευμένους, όλους πλουσίους, ή τούναντίον, έμετρίασε μόνον μέ τούς νόμους τήν φυσικήν άνομοιότητα, καί τόσον καλώς έξίσωσε τάς λοιπάς, ώστε όπού έκαμε νά χαίρωνται οί άνθρωποι μίαν έντελή όμοιότητα, άγκαλά καί κατά φύσιν άνόμοιοι.

Αύτή έδωσεν εύθύς τόπον τών δυνατών, νά διαυθεντεύσουν τήν πατρίδα των, έπαρηγόρησεν τούς άδυνάτους, μέ τό σκήπτρον τής δικαιοσύνης, έδίδαξε τούς άτάκτους νά εύρωσι τήν εύτυχίαν των είς τήν χρηστοήθειαν, έβράβευσεν τούς καλοηθείς, καί τέλος πάντων, χωρίς νά έμποδίση τό άκατάστατον τού συμβεβηκότος, έτίμησε μόνον τήν άξιότητα τού ύποκειμένου, καί ούτως μή καταφρονούσα
1.      Ας θεωρήση, διά μίαν στιγμήν, ό άναγνώστης ένα τεχνίτην μέ έξ τέκνα, καί τόν τύραννον τής Κωνσταντινουπόλεως, καί έπειτα άς μήν καταπεισθή, άν ήμπορέση. τόν πτωχόν, άπεδίωξε άπό τόν πλούσιον τήν λύσσαν τών χρημάτων. Καί ίδού, πάραυθα, ό στρατιώτης νά γίνηται ήρως, ό πολίτης νά κερδίζη τήν ζωοτροφίαν του, χωρίς νά ζημιώση τόν άδελφόν του, ό πτωχός νά μήν βλέπη τήν πτωχείαν του ώς άτιμίαν, καί ό πλούσιος νά μήν στοχάζεται πλέον τά πλούτη του ώς άρετοδοχείον, άλλ' άπαξάπαντες νά εύρίσκωσι τήν εύχαρίστησίν των χωρίς τόν παραμικρόν κόπον, καί νά εύτυχώσι. Διότι, είναι φανερόν, όπού όταν ό άδύνατος δέν βλάπτεται άπό τόν δυνατόν, δέν τόν θλίβει ή άδυναμία του, ό πτωχός δέ, βλέποντας τήν άδιαφορίαν τών λοιπών είς τά τυχηρά άποκτήματα, δέν τόν λυπεί ή ύστέρησίς των, καί ούτως όλοι εύρίσκονται εύχαριστημένοι, συνζώσι όμοιοι, καί έλεύθεροι, ώς άδελφοί τινες είς τόν πατρικόν των οίκον, καί καθώς τούτοι διαυθεντεύουσι τούς γονείς των καί τούς άγαπώσι, ούτως καί έκείνοι χύουσι τό αίμα των διά τήν άγάπην τής πατρίδος των καί διά τήν φύλαξιν τών νόμων των.

Οί νόμοι, διά μέσου τών όποίων είς τήν νομαρχίαν χαίρονται οί άνθρωποι μίαν άπόλυτον πολιτικήν όμοιότητα, άγαπητοί μου, είναι είς τήν διοίκησιν, ώς ή ψυχή είς τό σώμα' αύτοί δίδουσιν τήν κίνησιν είς τά πολιτικά σώματα, καί ό καλός νομοδότης είναι ό άξιώτερος καί τιμιώτερος τών άνθρώπων. Διά τών καλών νόμων άποκαταστώνται χρηστά τά ήθη τών πολίτων, καί όσον περισσότερον είναι καλοηθής ό λαός, τόσον εύκολοτέρως ύπακούονται οί νόμοι. Αύτοί ένώνοσι μέ θαυμασίαν τέχνην, τήν μερικήν μέ τήν κοινήν ώφέλειαν, καί προετοιμάζουσι τούς πολίτας είς τήν άρετήν καί είς τήν δόξαν, άπό τήν πλέον τρυφεράν ήλικίαν των, διά μέσου μιάς άνατροφής, άληθούς καί γλυκείας.

'Η άνατροφή τών νέων είναι ό κυριώτερος στοχασμός τών νομοδότων. 'Ο θαυμασιώτερος καί νουνεχέστερος νομοδότης, όπού μέχρι τής σήμερον έφάνη είς τόν κόσμον κατά πάντα τρόπον, έστάθη βέβαια ό μέγας Λυκούργος, ό όποίος δέν ήπατήθη νά στοχασθή τούς άνθρώπους, καθώς έπρεπε νά ήτον, άλλά γνωρίζοντάς τους όποίας λογής είναι, τούς άπεκατέστησε, όσον ήτον τό δυνατόν, καλλιοτέρους. 'Η άνατροφή, διά νά είπώ ούτως, είναι μία δευτέρα φύσις είς τόν άνθρωπον, καί, διά τούτο, πρέπει νά άρχίση μαζί μέ τήν ζωήν του. 'Η 'Ελλάς μάς παρασταίνει μύρια παραδείγματα τής καλής άνατροφής τών προγόνων μας. Τά γυμναστήρια ήτον άνοικτά είς όλους, κοινώς καί άδιαφόρως, πρός φωτισμόν τών όλων. 'Αλλά πώς, ίσως τινάς ήθελεν έρωτήσει, ήμπορεί ένας πτωχός πατήρ νά δώση τών τέκνων του μίαν τοιαύτην άνατροφήν; 'Ε! τοιαύτη έρώτησις ήξεύρω άπό ποίους θέλει άρχίσει. Βέβαια, οί τοιούτοι είναι ύπό τυραννίας.

Ας μάθουν λοιπόν όλοι οί πτωχοί πατέρες, ότι ύπό τής νομαρχίας καθείς ήμπορεί νά ζήση καλά, καί χωρίς νά είναι πλούσιος. Οί νόμοι προβλέπουν είς τούς μή έχοντας. Τά τέκνα όλων είναι τής πατρίδος τέκνα, καί αύτή τά άνατρέφει, τά γυμνάζει, καί τά προκόπτει, διά τούτο καί αύτά τήν άγαπώσι διά εύγνωμοσύνην, καί διά τούτο, τέλος πάντων, προτιμάται αύτή ή διοίκησις, ή όποία όχι μόνον δέν έχει τά κακά, όπού φυλάττουσιν αί άλλαι, άλλά καί πλημμερεί άπό καλά, καλά έπιθυμητά, ώφέλιμα, καί άναγκαία. Ποίος δέν καταλαμβάνει τώρα, άδελφοί μου, ότι είς τήν νομαρχίαν μόνον εύρίσκεται ή εύτυχία μας, καί ότι ή έλευθερία καί ή όμοιότης είναι τά πρώτα καί κύρια μέσα τής άνθρωπίνης εύδαιμονίας; Βέβαια, ούδείς. Πολλοί όμως, άν καί καταλαμβάνουσι, ότι καλόν πράγμα είναι ή έλευθερία, δέν ήμπορούσι νά καταλάβωσι, μέ τήν ίδίαν εύκολίαν, πόσον άναγκαία είναι είς τόν άνθρωπον. Καί διά τούτο, σάς παρακαλώ νά μέ άκροασθήτε.

'Ο Ζεύς, λέγει ό φιλόσοφος ποιητής 'Ομηρος, ύστερεί τό ήμισυ τού λογικού άπό ένα λαόν ύποδουλωμένον, είς τρόπον όπού φαίνεται φανερώς, ότι ένόμιζεν τούς δούλους νά είναι μιάς διαφορετικής φύσεως, καί πολλά κατωτέρας ίκανότητος άπό τούς έλευθέρους. Τόσον δέ άναγκαίαν τήν έλευθερίαν έκρινε είς τόν άνθρωπον, όπού χωρίς αύτήν δέν μπορούσε νά όνομασθή άνθρωπος. 'Η έλευθερία λοιπόν, ώ 'Ελληνες, είς ήμάς είναι, ώς ή όρασις είς τούς όφθαλμούς. Αν ό άνθρωπος δέν είναι έλεύθερος, δέν είναι δυνατόν νά γνωρίση τήν διαφοράν του άπό τόν δούλον, καί έξακολούθως είναι άναγκαίον πράγμα είς τόν δούλον νά γνωρίση τήν έλευθερίαν, διά νά μισήση τήν δουλείαν, καί νά τήν άποστραφή. Ας μήν σάς φανή λοιπόν παράξενον, άν ό σκλάβος δέν γνωρίζει παραχρήμα τήν ήδύτητα τής έλευθέρας ζωής. Αύτός, ήμπορεί νά παρομοιασθή είς ένα άρρωστον, ό όποίος άποστρέφεται κάθε νόστιμον φαγητόν,
ώσάν νά μήν ήτο πλέον συνθεμένον άπό τά ίδια πράγματα, όπού πρότερον τού ήρεσκον. 'Αναγκαία λοιπόν τού είναι ή ύγιεία. 'Η έλευθερία είναι περισσότερον άναγκαία είς τόν δούλον, όπού άσθενεί κατά τήν ψυχήν, καί μήν γνωρίζοντας είς τί συνίσταται αύτή ή πρόσκαιρος ζωή, ζή διά νά τρώγη, καί είναι ώσάν νά μήν είναι. Στοχασθήτε, άγαπητοί μου, ότι, όποίας καταστάσεως καί άν είναι ό δούλος, πρέπει έξ άνάγκης νά είναι δυστυχής. Εί μέν πλούσιος, φοβείται νά μήν πτωχύνη, εί δέ πτωχός, λυπείται, ότι νά μήν είναι πλούσιος. 'Ο ένάρετος ύπό τής δουλείας χλευάζεται, ό φιλαλήθης δέν είσακούεται, έκεί ή τιμή συνοδεύει μέ τήν πτωχείαν, ή άρετή μέ τήν άδιαφορίαν' ή δυσπιστία, ό φθόνος καί τό μίσος είναι άφευκτα γεννήματα τής δουλείας, καί άποκαταστώσι είς τόν νούν τών δούλων τήν έμπιστοσύνην, τήν φιλίαν, καί αύτήν τήν φιλανθρωπότητα, πάντως άνωφελή, καί πολλάκις έπιζήμια.

Πώς λοιπόν, είναι δυνατόν ό ταλαίπωρος δούλος, ό όποίος, άφ' ού έγεννήθη μέχρι τέλους τής ζωής του, άλλο δέν έμαθε, παρά νά ύποτάσσηται είς έναν άλλον, πώς, λέγω, ήμπορεί νά καταλάβη, ότι ή φύσις μάς έκαμεν όλους όμοίους, καί ότι οί νόμοι πρέπει νά βλέπωσιν άδιαφόρως όλους τούς πολίτας; Πώς είναι δυνατόν έκείνος ό σκληροτράχηλος τύραννος νά στοχασθή ποτέ, καί νά καταπεισθή, ότι όποιος νομίζει νά άνέβη είς τόν θρόνον, διά νά γίνη μεγαλείτερος τών άλλων, άποκαταστείται ύποδεέστερος;

Πώς, τέλος πάντων, είναι δυνατόν, άγαπητοί μου, - έ! ταλαίπωρος άνθρωπότης! - πώς είναι δυνατόν, λέγω, έκείνος ό σκλάβος, όπού πάντοτε τύπτεται, καί γυμνός, πεινασμένος, καί άδικημένος, ύπακούει, ώς οί βόες τώ γεωργώ, κατά χρέος καί κατά συνήθειαν, συχνάκις δέ ό κύριος είναι ποταπότερος τού δούλου, πώς, λέγω, είναι δυνατόν νά γνωρίση αύτός, ότι αύτός ό ίδιος πρέπει νά είναι έν μέρος τού όλου, καί ότι ή ζωή του χρησιμεύει είς όλους, καί ότι ό θάνατός του;... πώς, έν ένί λόγω, νά άγαπήση τήν έλευθερίαν, όντας δούλος, καί νά γνωρίση τήν άνάγκην τής άποκτήσεώς της; Φεύ! αύτός βέβαια, νομίζει, καί άφεύκτως νομίζει, ότι έγεννήθη σκλάβος, καί ούτε τολμεί κάν νά κακο- τυχήση τήν γένναν του. 'Ω, πώς ήθελε μείνει έκστατικός ό τοιούτος, άν ένας έλεύθερος ήθελε τού είπεί: τυφλέ καί άνόητε άνθρωπε, μάθε ότι ή φύσις είναι μία, καί ότι δέν διαφέρει είς ούδέν ό τύραννός σου άπό έσένα. Τά περιστατικά καί ή κακή διοίκησις μόνον σέ κατέστησαν τόσον διαφορετικόν, όπού σχεδόν, όσον διαφέρει ό χαλκός άπό τόν άργυρον, τόσον καί σύ διαφέρεις άπό τόν κύριόν σου' άνοιξον τούς όφθαλμούς τού νοός σου, δύστυχε θνητέ, ίδε ότι ό ούρανός βρέχει διά όλους, ή γή βλαστάνει διά όλους, τά φυσικά χαρίσματα είναι κοινά, καί σύ, ταλαίπωρε, νά νομίζης έναν άλλον όμοιόν
σου ώς ένα θεόν, νά τρέμης έμπροσθέν του, καί νά τού πωλήσης τό άξιώτερον δώρον τής φύσεως, τήν έλευθερίαν σου! Πώς ήμπορείς.... καί άλλα τοιαύτα. Τί στοχάζεσθε νά ήθελε τού άποκριθή ό σκλάβος, ώ άγαπητοί; Βέβαια, ή ήθελε τόν νομίσει τρελλόν, ή δέν ήθελε καταλάβει τίποτες' καί πώς ήμπορούσεν, άν διά μίαν στιγμήν ήθελε γνωρίσει τήν άλήθειαν, νά ύποφέρη τάς άλύσους του; Πώς ήτον δυνατόν νά ίδή ό φυλακωμένος άνοικτήν τήν θύρα τής φυλακής του, καί νά μήν φύγη; 'Αδύνατον, βέβαια, ήθελεν είναι ένα παρόμοιον.

'Ιδού λοιπόν, πόσον άναγκαία είναι ή έλευθερία είς τόν άνθρωπον, διά νά γνωρίση τό είναι του. 'Ο δούλος, άδελφοί μου, δέν γίνεται ποτέ έλεύθερος, άν δέν γνωρίση τί έστί έλευθερία, καί όστις άγνοεί τήν έλευθερίαν, άγνοεί τό είναι του. 'Ο δούλος, πιστεύσατέ μοι το άδελφοί, ποτέ δέν στοχάζεται, ότι είναι όμοιος μέ τόν κύριόν του, άλλά είναι σχεδόν βέβαιος, ότι αύτός πρέπει νά είναι δούλος, καί έκείνος κύριος. Βαβαί! Πώς φλογίζεται όμως ή καρδία έκείνων, όπού γνωρίζουσι τήν έλευθερίαν, καί δέν τήν έχουσι. 'Εκείνοι άληθώς τυραννούνται, καί έξακολούθως έκείνοι μόνον γνωρίζουσιν έντελώς τήν άνάγκην τοιούτου καλού. Είς αύτούς πρέπει νά έλπίζωσιν οί ύπόδουλοι λαοί, έπειδή αύτοί τρόπον τινά μετριάζουν τήν άσχημότητά των, ώς μερικά κτίρια μίαν καταδαφισμένην πόλιν στολίζουσι. Αύτοί λοιπόν, άς διδάξουσι τήν άλήθειαν, καί άς καταπείσωσι μίαν φοράν τούς άγαπητούς μου 'Ελληνας νά γνωρίσωσιν, ότι μόνη ή δουλεία είναι πρόξενος τών όσων κακών αύτοί πάσχουσι, καί άς καταλάβουν πόσον τούς είναι άναγκαία ή έλευθερία, διά νά ζήσωσι όσον τό δυνατόν εύτυχείς, έπειδή χωρίς αύτήν δέν ήμπορούν νά έχουσι ούτε δικαιοσύνην, ούτε όμοιότητα, ούτε άγάπην, καί έν ένί λόγω ούδεμίαν άρετήν. Τούναντίον δέ, είς τήν έλευθέραν ζωήν ή άξιότης τιμάται, έκαστος συμπολίτης εύρίσκει τό καλόν του είς τό καλόν τών άλλων. 'Εκεί, καθείς είναι μέρος τού όλου, έκεί ή άρετή δοξασμένη, έκεί ή άνδρεία γνωρισμένη, έκεί ή άγαθότης ένεργημένη, έκεί ή φιλία φυλαττομένη, έκεί ή τιμή άξιοτίμητος, ό κριτής άπροσωπόληπτος, ό κρινόμενος μόνος, νόμοι οί διαυθεντευταί, νόμοι οί δικασταί, ή άθωότης άπτόητος, ή τιμωρία δικαία, ή άντίμειψις κοινή, καί μύρια άλλα χρηστά κατορθώματα, όπού χάριν συντομίας δέν άναφέρω.

Καί ποίος δέν βλέπει πόσον είναι άναγκαία ή έλευθερία; 'Ο ένάρετος θέλει γνωρίσει τήν άνάγκην καί θέλει προκρίνει τήν έλευθέραν ζωήν, όπού βλέπει νά είναι ή άρετή τιμημένη καί δοξασμένοι οί ένάρετοι. 'Ο γενναίος τή ψυχή, καί αύτός δέν θέλει εύρει δισταγμόν, βλέποντας τούς έλευθέρους λαούς νά αίωνιάζωσι τά όνόματα τών γενναίων άνδρών, καί τών ήρώων. Ποίος, όποίασδήποτε καταστάσεως, τέλος πάντων, δέν θέλει γνωρίσει τό μέγα όφελος τής έλευθέρας ζωής; Είς αύτήν ό πραγματευτής εύρίσκει άσφάλειαν είς τό έχειν του' ό τεχνίτης έπαινον είς τά έργα του καί ποιήματά του' ό ύπανδρευμένος βεβαιότητα είς τήν τιμήν του' ό νέος εύρύχωρον όδόν είς τό νά διευθύνη τήν φυσικήν κλίσιν του, καί νά δείξη τήν άγχίνοιάν του' ό στρατιώτης έχει άναμφίβολον τήν εύεργεσίαν είς τάς ήρωΐκάς πράξεις του' ό πτωχός δέν φοβείται άτιμίαν, άλλ' εύρίσκει συμπάθειαν καί βοήθειαν είς τάς δυστυχίας του, καί ούχί ύβρεις καί άνυποληψίαν' τέλος πάντων, κάθε καλός άνθρωπος βλέπει φανερά τήν άνάγκην τής έλευθέρας ζωής, καί μόνον ό κακός θέλει προκρίνει τήν ύπόδουλον' αύτό είναι φανερόν, άδελφοί μου, καί έσείς πολλά καλά πρέπει νά τό καταλάβητε.

'Οντας φανερόν λοιπόν, ότι μόνον ή έλευθερία άποκαταστεί τούς άνθρώπους έναρέτους, καί έμφυτεύει είς τάς καρδίας όλων τών πολίτων τήν άμιλλαν πρός τό εύπράττειν, διά τούτο είς μόνον τάς έλευθέρας πολιτείας γεννώνται τά μεγάλα ύποκείμενα, καί ίδού τό πώς ή έλευθερία είναι πρόξενος τών μεγάλων κατορθωμάτων. Καί καθώς έν άνθος εύώδες, όταν γεννάται άνάμεσα είς τά δάση, όπου κανείς δέν τό βλέπει, ή καταβιβρώσκεται άπό τά θηρία, ή κατασήπεται άπό τόν καιρόν, τοιούτης λογής άκολουθεί καί είς τάς ύποδουλωμένας πόλεις, είς τάς όποίας, όταν εύρίσκεται κανένα άξιον ύποκείμενον, μήν έχοντας τόν τρόπον νά έμφανισθή, άποθνήσκει, χωρίς τινάς νά γνωρίση τήν άξιότητά του. Διά τούτο καί ή ίστορία παντελώς σχεδόν, ή πολλά σπανίως μάς άναμνήει ύποκείμενα άξια, ύπό τής δουλείας, τούναντίον δέ πλουσιοπαρόχως έξιστορεί μύρια όνόματα μεγάλων άνδρών έλευθέρων πολιτειών, ώσάν όπού μία έλευθέρα πολιτεία είναι πρός τά άξια ύποκείμενά της, ώς έν καλλιεργημένον περιβόλεον πρός τά άνθη του, τά όποία καί γνωρίζονται, καί χρησιμεύουσι, καί έπαινώνται 'Αλλά, πόσας φοράς πρέπει νά έκφωνήσω, ότι ή έλευθερία είναι άναγκαιοτέρα καί άπό τήν ίδίαν ύπαρξιν είς τόν άνθρωπον! Αύτή γάρ άποκαταστεί γλυκείαν τήν ζωήν, αύτή γεννά διαυθεντευτάς τής πατρίδος, αύτή νομοδότας, αύτή έναρέτους, αύτή σοφούς, αύτή τεχνίτας, καί αύτή μόνον, τέλος πάντων, τιμά τήν άνθρωπότητα. Πόσοι, άραγε, άνδρες άξιοι γεννώνται είς τήν 'Ελλάδα, άλλά καθώς γεννώνται, ούτως καί άποθνήσκουν, μήν έχοντες τά άναγκαία μέσα είς τό νά κατορθώσουν μεγάλα πράγματα. (1)

'Ω 'Ελληνες! οί έλεύθεροι λαοί τιμούσι τούς άξίους άνθρώπους, καί ζώντας καί μετά θάνατον, ζώντας μέν, μέ τό κοινόν σέβας, μέ τούς άληθείς έπαίνους, μέ γενναία βραβεία, μέ ένδόξους στεφάνους, όπού προσφέρουσιν είς αύτούς, θανόντας δέ, μέ τήν αίώνιον μνήμην.

1. Αν ένας νέος μεγάλου πνεύματος παρ. χάριν, γεννάται ύπό δουλείας υίός ένός χαλκέως, τί άλλο ήμπορεί νά γίνη, παρά ένας χαλκεύς; σΑν όμως ό αύτός υίός εύρίσκεται είς έλευθέραν πολιτείαν, τότε είς τά κοινά φροντιστήρια ήθελε φανή μεγαλείτερος άπό τό είναι του, καί έξακολούθως ήθελεν άποκατασταθή όσον ήμπορούσε άξιώτερος, καί ή πατρίς δέν ήθελε χάσει είς αύτόν ένα διαφθεντευτήν, καί αύτός ήθελεν άπεθάνει μεγάλος άνθρωπος.

Είς τούς ναούς, είς πυραμίδας, είς στύλους, εύρίσκεται έγκεχαραγμένον τό όνομά των, καί καθείς βλέπει πάντοτε τόν θανόντα ήρωα, ή ζωγραφισμένον, ή είς άγαλμα, καί βλέποντάς τον, εύκόλως παρακινείται είς τό νά δουλεύση πιστώς τήν πατρίδα του, καί μετά πάσης χαράς νά θυσιάση τήν ζωήν του διά τήν σωτηρίαν της. Κάθε συμπολίτης θεωρώντας τήν μορφήν τού
θανόντος ήρωος, λέγει είς τόν έαυτόν του: έ! άμποτες νά άποκατασταθώ καί έγώ άξιος τοιαύτης δόξης, καί νά άθανατίσω τό όνομά μου. 'Αλλ' είς τήν νομαρχίαν φθάνει μόνον ό πόθος πρός τό εύ πράττειν, καί μύρια είναι τά μέσα τής έπιδόσεως, καί άναμφίβολα. Πού νά εύρη τινάς τοιαύτην άμιλλαν ύπό δουλείας; Πώς νά άποκτήση δόξαν ό ένάρετος, έκεί όπού ή άρετή καταφρονείται καί άτιμάζεται; Πρός άπόδειξιν δέ τούτων καί πρός κατάπεισιν, παρακαλώ τούς άναγνώστας νά λάβωσιν μόνον είς τάς χείρας των τήν ίστορίαν τών προγόνων μας. Αύτή είναι ένας καθρέπτης άψευδής τών άνθρωπίνων πραγμάτων. Δι' αύτής φωτίζεται ό άμαθής, καί ό στοχαστικός δι' αύτής προβλέπει σχεδόν τά μέλλοντα, έπειδή οί άνθρωποι όταν εύρίσκωνται είς τάς ίδίας περιστάσεις, πάντοτε όλοι κάμνουσι τά ίδια πράγματα. Ας λάβη έπί χείρας λοιπόν ό δύσπιστος τόν άξιάγαστον Πλούταρχον, καί Ξενοφώντα τόν ήδύτατον, διά νά μάθη πόσα ό άνθρώπινος νούς ήμπορεί νά πράξη είς έλευθέραν πολιτείαν, καί νά ίδή έν ταύτώ, ότι όσα φαίνονται άδύνατα είς τούς δούλους, μόλις είναι δύσκολα είς τούς έλευθέρους καί μεγαλοψύχους άνδρας.

'Η ίστορία, άδελφοί μου, πάλιν σάς τό ξαναλέγω, είναι τό εύκολώτερον μέσον είς τό νά καταλάβητε πόσων μεγάλων κατορθωμάτων είναι πρόξενος ή έλευθερία. Αύτή, τέλος πάντων, ή ίστορία είναι ό πλέον σοφός διδάσκαλος είς τούς άνθρώπους, όπού άγαπώσι νά μάθωσι τήν άλήθειαν, καί μάλιστα οί νύν 'Ελληνες, όπού τοσαύτην έχουσι χρείαν. 'Ανάμεσα είς πολλά άλλα άποτελέσματα τής έλευθερίας, όπού θέλουσι σάς προξενήσει θαυμασμόν, ώ άδελφοί μου, όταν άναγνώσετε τάς νίκας τών προγόνων μας, καί συγκρίνετε τήν ποσότητά των μέ τήν ποσότητα τών έχθρών των, βέβαια θέλετε μείνει έκθαμβοι, καί ίσως ίσως τινές θέλει άμφιβάλλουσι. 'Αφήνοντας λοιπόν κατά μέρος τά όσα άλλα, όπού θέλει σάς φανούσι παράξενα, άγαπώ μόνον νά σάς είπώ τι προλαβόντως περί τού πολέμου, άγκαλά καί νά μήν είναι ό τόπος τοιαύτης όμιλίας είς τόν παρόντα λόγον, ούτε έγώ ίκανός όσον χρειάζεται είς τό νά τήν έκφράσω, μ' όλον τούτο έλπίζω νά μή σάς δυσαρέση.

'Ο πόλεμος ποτέ μέν είναι δίκαιος, ποτέ δέ άδικος, καί αύτό κρίνεται άπό τάς αίτίας, όπού τόν προξενούν. Είναι δίκαιος, παραδείγματος χάριν, όταν κινείται πρός διαυθέντευσιν τής ίδίας ζωής καί έλευθερίας, άδικος δέ, όταν ένας φθονερός καί άρπαξ, συναθροίζοντας μαζί του, ή διά χρημάτων, ή διά τινων άλλων ούτιδανών μέσων, τινάς κακοτρόπους καί κακοήθεις άνδρας, όρμεί έναντίον τών ίδίων του συμπατριώτων, κλέπτει, άρπάζει, λεηλατεύει καί άσπλάγχνως καταφθείρει τό πάν, διά νά χορτάση τήν λύσσαν τής φιλαργυρίας του, ή τής κενοδοξίας του. Αν  θελήσωμεν νά άνέβωμεν είς τήν παλαιότητα τών άπελθόντων αίώνων, καί νά έξετάσωμεν μέ άκρίβειαν τά συμβεβηκότα τών άνθρώπων, θέλομεν εύρει βέβαια τόν πόλεμον τόσον παλαιόν, όσον τήν αύτήν άνθρωπότητα, καί θέλομεν ίδεί, ότι διά πολλούς αίώνας έχρησίμευσεν διά νόμος, έπειδή ό καθείς έκδικείτο μόνος του, καί ούτως, άπό τόν πόλεμον άδικον, τού όρμήσαντος, έγεννήθη ό πόλεμος δίκαιος, τής διαυθεντεύσεως. Είναι όμως άναντίρρητον, ότι, ύποθέτοντας τρείς άνδρας τής αύτής δυνάμεως, καί είς τόν αύτόν τόπον, οί δύο έξ άνάγκης πρέπει νά νικήσουν τόν ένα. Αύτή ή άνάγκη λοιπόν έδίδαξε είς τούς όλιγοτέρους μυρίους τρόπους καί τέχνας πρός διαυθέντευσίν των έναντίον τών περισσοτέρων.

'Αλλ' έπειδή ή ζωή τών τεχνών, διά νά είπώ ούτως, είναι μεγάλη καταπολλά, διά τούτο καί ή νηπιότης αύτών είναι μακρά' όθεν έχρειάσθησαν πολλοί αίώνες, έως τόν καιρόν τών Αίγυπτίων, Περσών, καί τέλος πάντων τών άξίων προγόνων μας 'Ελλήνων, είς τόν όποίον ή τέχνη τής διαυθεντεύσεως σμικρύνουσα τόν φόβον είς τούς όλιγοτέρους, καί αύξάνουσα τάς δυσκολίας είς τούς περισσοτέρους, έσύστησεν, τρόπον τινά άφ' έαυτού της, τήν θαυμασίαν έπιστήμην ή τέχνην τής τακτικής. Διά μέσον δέ τών κανόνων αύτής καί ένασχολήσεως μερικών άξιολόγων ύποκειμένων άπεκατεστάθη τόσον έντελής είς τούς 'Ελληνας, όπού διά πολλούς αίώνας ένίκησαν έχθρούς δεκαπλασίως μεγαλειτέρας ποσότητος κατά τόν άριθμόν, καί έξακολούθως έτρόμασαν σχεδόν όλην τήν οίκουμένην. Αί νίκαι τών όλιγοτέρων έναντίον τών περισσοτέρων, ήμπορούν νά παρομοιασθώσι είς τά πειράματα τής μηχανικής, είς τά όποία έκείνος ό θεατής, όπού άγνοεί τάς αίτίας, μένει έκθαμβος. Ποίος άπό αύτούς θέλει πιστεύσει τόν μηχανικόν, όπού λέγει ότι μέ έν βάρος έως δέκα, σηκώνει έν άλλο άς δέκα χιλιάδες;

(1) 'Αναγκαίον, λοιπόν, είναι νά τούς καταπείση μέ παραδείγματα καί άποδείξεις' ούτως καί είς τήν τακτικήν, λέγοντας ένας άρχιστράτηγος, ότι οί δέκα πολλάκις νικούσι τούς έκατόν, δυσκόλως θέλουν πιστεύσει οί άγνοούντες τήν αύτήν τέχνην' πλήν φέροντας αύτών χίλια παραδείγματα τόσον τών παλαιών, καθώς καί τών νέων, άναμφιβόλως πρέπει νά καταπεισθώσι.

(2) 'Εγώ όμως παραιτώ τά περισσότερα χάριν συντομίας, μάλιστα όπού παρεμπρός θέλει παρησιασθώσι διάφοροι αίτίαι είς τό νά άποδείξω τήν διαφοράν τών έλευθέρων στρατευμάτων άπό τών ύποδουλωμένων, καί μόνον τό παράδειγμα τού Λεωνίδα θέλω άναφέρει, τό όποίον άρκετώς άποδεικνύει τήν γενναιότητα καί μεγάλοψυχίαν, όπού ή έλευθέρα ζωή έμφυτεύει είς τάς καρδίας τών άνθρώπων, ούσαι αύταί αί δύο άρεταί ή πρώτη καί άναγκαιοτέρα βάσις τής πολεμικής έπιστήμης. Αύτός, λοιπόν, ό μέγας Λεωνίδας, εύρισκόμενος μέ δύο χιλιάδας είς τό στενόν τών Θερμοπύλων, καί βλέποντας τό πλήθος τών έχθρών του Περσών νά πλησιάση, εύθύς άπεφάσισε νά θυσιασθή ύπέρ τής σωτηρίας τής 'Ελλάδος πατρίδος του, καί ούτως έκλέξας μόνον τριακοσίους Σπαρτιάτας, άνέπεμψεν τούς λοιπούς είς τά όπίσω, έπειτα έστρεψεν πρός τούς τριακοσίους καί τούς είπεν: «Δεύτε, άδελφοί μου! ή έλευθερία τής πατρίδος μας κρέμαται σήμερον άπό τήν άνδρείαν μας. Ας μήν δει

1. Τό παράδειγμα τού ζυγίου είναι άρκετόν νά καταπείση καθένα.
2. 'Ο πόλεμος τής Σαλαμίνης, τού Μαραθώνος καί τής Πλατείας είναι άρκεταί άποδείξεις, διά νά καταπείσουν κάθε νούν έχοντα άνθρωπον.

δειλιάση τινάς έμπροσθεν τόσων έχθρών' αύτοί, άν είναι πολλοί, είναι όμως άνανδροι καί θηλυμανείς. Οί βάρβαροι θέλουν τρομάξει, άφού ίδούν τούς 'Ελληνας νά όρμήσουν έναντίον των. σΑς ύπάγωμεν λοιπόν. 'Η δόξα τοιαύτης έπιχειρήσεως δέν είναι καθημερινή, άλλά σπανίως συμβαίνει' άς μήν χάσωμεν τοιαύτην τιμήν, άς αίωνιάσωμεν τά όνόματά μας, καί άς εύφημίσωμεν τήν πατρίδα μας. 'Εγώ έχω χρέος νά θυσιασθώ δι' αύτήν, καί έσείς είσθε συμπατριώται μου, ούτε άλλέως ήμπορείτε νά στοχασθήτε, ούτε διαφορετικώς άπό έμένα.

'Η ζωή τού άληθούς πολίτου πρέπει νά τελειώνη ή διά τήν έλευθερίαν του, ή μέ τήν έλευθερίαν του». 'Αλλά πώς νά έκφράσω τόν ένθουσιασμόν έκείνου τού ήρωος, καί τόν ένθερμον ζήλον τών έπακολούθων αύτού; Τά τοιαύτα, ώ 'Ελληνες, δέν γράφονται, ούτε διηγούνται, άλλά μόνον αίσθάνονται. 'Οθεν, μόλις οί λοιποί τόν άφησαν νά τελειώση τόν λόγον του, καί λαμβάνοντας καθείς τά ίδια άρματα, όμοθυμαδόν καί μέ άνήκουστον άνδρείαν, ώρμησαν κατά τών έχθρών των. Ούτε άλλο έβλεπον παρά τήν δόξαν τής νίκης, τήν χαράν τών συμπατριώτων των, τήν άνανδρίαν τών έχθρών των, καί τήν άθανασίαν τού όνόματός των. Καί έν ροπή όφθαλμού άπέκτεινον πλήθος βαρβάρων, καί φονευθέντες μέ τά άρματα είς τάς χείρας έως είς τόν ύστερον, ήτοίμασαν είς τούς συμπατριώτας των τήν έντελή νίκην κατά τών έχθρών των, οίτινες
φοβηθέντες άπό τά άποτελέσματα τόσων όλίγων 'Ελλήνων, μόλις έτόλμησαν νά δοκιμάσουν τήν άνδρείαν τών λοιπών. Ούτως δέ ή γενναία άπόφασις τού άειμνήτου Λεωνίδα έγινεν πρόξενος τής καθολικής έλευθερίας τής 'Ελλάδος καί άνυποφόρου έντροπής τών βαρβάρων.

'Ω τής μεγαλοψυχίας σου, θαυμάσιε Λεωνίδα, ώ τής λαμπράς σου τύχης, πανολβία 'Ελλάς! Ιδού ό καρπός τών καθημερινών άγώνων τών τέκνων σου. 'Ιδού τά θαυμαστά άποτελέσματα τών φοβερών νόμων τού μεγάλου Λυκούργου. 'Ιδού, τέλος πάντων, ό σκοπός τών γυμνάσεων, διά μέσου τών όποίων οί πολίται διά παντός εύρίσκοντο είς ένα πόλεμον, ό όποίος, άγκαλά καί πλαστός, έδίδασκε όμως μέ μεγάλην εύκολίαν τά άναγκαιότερα μαθήματα τής στρατιωτικής τέχνης, ή όποία ένωμένη μέ τήν μεγαλοψυχίαν έφερεν είς τέλος καί έπίτευξιν τά πλέον δύσκολα έπιχειρήματα. 'Η τακτική είς τό στράτευμα, ώ άδελφοί μου, είναι ώς ή ψυχή είς τό σώμα, καί είναι βεβαιωμένον άπ' όλους τούς μεγάλους πολεμάρχους, ότι δέκα χιλιάδες στρατιώται καλώς γυμνασμένοι καί όδηγούμενοι άπό άρχιστράτηγον άξιον, ήμπορούν νά νικήσουν είκοσι χιλιάδας έχθρούς, καί περισσοτέρους τής ίδίας άνδρείας, πλήν άμοίρους τής τακτικής.

'Η έπιστήμη τών άρμάτων δέν είναι, βέβαια, τόσον εύκολος, όσον τινές ίσως νομίζουσι, άλλά μάλιστα μία άπό τάς πλέον δυσκολωτέρας. 'Ω, πόσον οί προπάτορές μας ήγωνίζοντο, έκ νεαράς των ήλικίας, διά νά μάθωσιν τήν πολεμικήν τέχνην! Διά μέσου λοιπόν αύτής οί όλιγότεροι νικώσι τούς περισσοτέρους, ή σπανιότης όμως τών μεγάλων άρχιστρατήγων άρκετώς άποδεικνύει τήν δυσκολίαν είς τό νά άποκτήση τινάς άξίως τοιούτον όνομα, καί άκούσατε τήν αίτίαν. 'Ο άληθής άρχιστράτηγος πρέπει νά ένώση είς πολλά φυσικά χαρίσματα πολλάς άρετάς καί μαθήσεις. Πρέπει, λέγω, έν πρώτοις νά έχη τήν καρδίαν σταθεράν καί άφοβον, διά νά μή δειλιάση είς όποιονδήποτε κίνδυνον ήθελεν εύρεθή, καί νά μήν άφήση είς τήν τύχην, όσα ήμπορεί νά έκτελέση ό ίδιος' νά είναι άγχίνους, διά νά προβλέπη έν καιρώ τώ δέοντι τά έπιτηδεύματα καί βουλάς τού έχθρού' νά είναι άοκνος, διά νά προλαμβάνη κάθε εύκαιρίαν, καί έως τήν παραμικράν, αί όποίαι είς τόν πόλεμον συχνάκις συμβαίνουν, καί αί παραμικραί άμέλειαι, πολλάκις, προξενούν μεγάλας καταστροφάς. Νά είναι δίκαιος καί φιλαλήθης, διά νά άπολαύση τό θάρρος καί άγάπην τών στρατιώτων του. Πρέπει νά τιμά καί νά βραβεύη τήν άξιότητα, είς όποιον ύποκείμενον ήθελεν τήν έπιτύχει, διά νά παρακινήση τοιουτοτρόπως είς τήν όδόν τής δόξης καί τούς παραμικροτέρους. Νά παιδεύη κατά τούς νόμους, καί άνευ προσωποληψίας τινός τόν πταίστην, όποιος καί άν είναι, διά νά άποδιώξη τόν πρός τό κακόν στοχασμόν άπό αύτούς. Νά άκροάζεται τάς γνώμας όλων, καί νά διορθώνη τά ίδια σφάλματα, διά νά λατρεύεται, νά είπώ ούτως, άπό τούς πιστούς του στρατιώτας

(1), καί τέλος πάντων νά γνωρίζη τόν τόπον τού πολεμικού θεάτρου, ώς τό ίδιόν του όσπίτιον, διά νά άποφεύγη κάθε ένεδραν τού έχθρού, καί νά άπατά τούς στοχασμούς του. 'Ο έντελής άρχιστράτηγος πρέπει άκόμη νά γνωρίζη τήν γλώσσαν τών έχθρών του, καί τάς φυσικάς
κλίσεις των, νά γνωρίζη κατά μέρος τόν άρχιστράτηγον αύτών, καί τήν άξιότητά του, έν ένί λόγω όλας τάς στρατιωτικάς γυμνάσεις, τής τε ίππικής καί τού

1. 'Αναγκαίον είναι πρός τούτοις, νά είναι γεωμέτρης καί γεωγράφος, νά γνωρίζη τήν μηχανικήν, τήν φυσικήν καί τήν ρητορικήν, διά τής όποίας πολλάκις άρπάζει τινάς τήν νίκην σχεδόν άπό τάς χείρας τού έχθρού.

πεζού στρατεύματος, καί τούτο διά νά προστάζη όρθώς, καί νά ύπακούεται εύθύς. 'Ωσάν όπού όποιος άρχιστράτηγος ή όποιουδήποτε άλλου μεγάλου έπαγγέλματος άνθρωπος, δέν ύπακούεται, τάς περισσοτέρας φοράς τό σφάλμα είναι έδικόν του, έπειδή όποιος ήξεύρει νά προστάζη, άναμφιβόλως καί ύπακούεται

(1). Τοιαύται γυμνάσεις καί μαθήσεις, μέ πολλάς άλλας, όπού χάριν συντομίας δέν άναφέρω, ένεργούντο μέ πάσαν προσοχήν καί τελειότητα παρά τών προγόνων μας, καί αύταί έσύνθετον τήν τέχνην τού πολέμου, ήτοι τήν τακτικήν. Περί δέ τών στρατιωτών είναι άναγκαίον νά γνωρίζουν, διά τής πράξεως, έντελώς, τήν γύμνασιν τών άρμάτων, καί νά βαδίζουν τακτικώς, νά ύπακούουν εύθύς είς τάς προσταγάς τών άρχηγών, αί όποίαι πρέπει νά είναι όσον τό δυνατόν βραχύλογοι. Τέλος πάντων, πρέπει νά είναι συνηθισμένοι είς τό νά ύποφέρουν κάθε κόπον, άλλά τά τοιαύτα διά μέσον τής καλής διοικήσεως μόνον άποκτώνται, καί μόνη ή έλευθερία είναι πρόξενος καί πρώτη αίτία τών μεγάλων κατορθωμάτων.

1. Οί προπάτορές μας άνάμεσα είς τά τόσα άλλα μαθήματα, όπού ήναγκάζοντο νά άποκτήσωσι, ή μουσική, καί ό χορός, συναριθμούντο έκ τών άναγκαιοτέρων' ώσάν όπου ό άρχιστράτηγος διά μέν τής μουσικής, ή όποία έχει τοιαύτην συνέχειαν μέ τά ψυχικά πάθη, όπού ποτέ μέν συγχύζει, ποτέ δέ καταπραύνει, θέλει έρεθίζει κατά τήν χρείαν καί έξυπνά τό θάρρος καί ένθουσιασμόν τών στρατιώτων, διά δέ τού χορού, διά τού όποίου μανθάνει ό άνθρωπος νά προσαρμόζη τά βήματα, έν καιρώ, μέ τό μουσικόν λάλημα, ή διά νά είπώ καλλίτερα, νά μετρά μέ τούς πόδας τόν καιρόν τού λαλήματος, είς τρόπον όπού τόσον δέκα, όσον καί χίλιοι, κινούνται καί περιπατούσιν όλοι μαζί, καί είς τόν αύτόν καιρόν ό πρώτος καθώς καί ό ύστερος, διά μέσον του, λέγω, θέλει βιάζει ή βραδύνει τό περιπάτημα τών στρατιώτων του.

'Η τακτική όμως δέν συνίσταται μόνον είς τό νά ήξεύρη τινάς πώς νά πολεμήση είς άνοικτήν πεδιάδα, έπειδή ήθελεν άποκατασταθή καθ' όλου άνωφελής, όταν ό έχθρός ήθελεν εύρεθή περισφαλισμένος είς ένα κάστρον, ή περιφυλαγμένος μέσα είς δύσβατα όρη καί δάση. 'Οθεν, ή τακτική περιέχει τά τού πολέμου άπαντα, καί μάλλον τά περί τής διαυθεντεύσεως, είς τήν όποίαν χρεία είναι ή τέχνη μόνη νά άναπληρώση τήν έλλειψιν τής δυνάμεως, ή καί νά τήν ύπερέβη.

'Η διαυθέντευσις είναι, λοιπόν, τό δυσκολώτερον μάθημα τής τακτικής, καί διά μέσου τής καλής διαυθεντεύσεως, συχνάκις οί έκατόν δέν νικώνται άπό τούς χιλίους. 'Η νίκη στέκεται, ώς καθείς τό έννοεί, είς τό νά θέση τινάς άπέναντι τού δυνατού τό δυνατότερον, άλλ' ή τέχνη μόνη διδάσκει τόν άρχιστράτηγον νά τά γνωρίση. Δι' ό τών άρμάτων ή έπιστήμη είναι διεξοδικωτάτη, καί χρειάζεται έν πόνημα όχι μικρόν περί αύτής, διά τό όποίον οί νύν 'Ελληνες μεγάλην χρείαν έχουσι καί άμποτες κανένας φιλογενής νά τό κατορθώση, διά νά μάθωσιν όλοι, πόσον ή τέχνη τού πολέμου είναι μεγάλη, καί νά κλαύσουν πικρώς, βλέποντες τούς έτεροφύλους, οίτινες έδανείσθησαν τάς τέχνας καί έπιστήμας άπό τούς προγόνους μας, νά μάς καταφρονώσι τόσον καί άψηφίζωσι. 'Αλλά δι' όλίγον θέλουσι χαρή είς τήν άγνωμοσύνην των, έλπίζω.

'Η διαυθέντευσις τών Σουλιώτων κατά τού τής 'Ηπείρου τυράννου, άρκετώς θέλει τούς άποδείξει, ότι ή 'Ελλάς γεννά άκόμη Λεωνίδας καί Θεμιστοκλείς. 'Ω, πόσον θέλουν μείνει έκθαμβοι, όταν άναγνώσουν τά θαυμαστά κατορθώματα τού μεγάλου Φώτου, έκείνου, λέγω, τού ήρωος τού Σούλιου καί όλων τών Σουλιώτων, τών όποίων ή άνδρεία, ή μεγαλοψυχία, καί ό ζήλος περί τής έλευθερίας τής πατρίδος των, άθανάτισαν τό όνομά των, καί έφερον είς άπελπισμόν χίλιας φοράς τόν έχθρόν τους τύραννον, τόν άχρειέστατον λέγω 'Αλή!

'Η 'Ελλάς, ούχί! ούχί! δέν είναι πάντως ύστερημένη άπό μεγάλους άνθρώπους' ή διαυθέντευσίς των διά δεκαπέντε χρόνους, περιέχει τοσαύτας καί τοιαύτας ήρωΐκάς πράξεις, ώστε παράδοξον ήθελε φανή καί είς ήμάς τούς ίδίους, άν δέν είμεθα μάρτυρες αύτόπται τών κατορθωμάτων των. Αύτοί ήτον μόνον χίλιοι καί διά τόσους χρόνους καθημερινώς σχεδόν συνεκρότουν πολέμους μετά τού τυράννου έχθρού των, ό όποίος, διά πολλάς φοράς, έκινήθη έναντίον των μέ έως δεκαπέντε χιλιάδας στρατεύματα, καί πάντοτε ένικήθη. 'Επρεπε, βέβαια, νά έζη ό Θουκυδίδης ή ό Ξενοφών, διά νά γράψη τήν ίστορίαν αύτών τών πολέμων καί τάς κακίας αύτού τού αίμοβόρου τέρατος, όπού, έως άπό τούς 1787 μέχρι τής σήμερον, δέν έπαυσεν άπό τού νά τυραννή τούς ταλαιπώρους 'Ηπειρώτας καί Θετταλούς, σκληρώς καί άσπλάνχνως. Αύτός, άφού ήρπασε μέ διάφορα πονηρά μέσα τό άνεξάρτητον κράτος τής 'Ηπείρου καί Θετταλίας, καί γνωρίζοντας κατά πράξιν τά πρός τήν τυραννίαν δέοντα, έσκεπάσθη κατ' άρχάς μέ τό ένδυμα τής ύποκρίσεως, καί ούτως, πλανώντας μέ ψευδείς έπαίνους καί πλουσιοπάροχα ταξίματα τούς άρχοντας καί προεστούς, ήπάτησεν σχεδόν όλους, καί καθείς ένόμισε διά όλίγον καιρόν, νά εύρήκεν είς αύτόν ή εύκαρπος γή τής 'Ηπείρου καί Θετταλίας καί οί κάτοικοι αύτών ένα διαυθεντευτήν καί ένα πατέρα. 'Αλλ' άφού ό άσπλαγχνος καί σκληρός τύραννος έστερέωσε τήν δυναστείαν του, έρριψεν εύθύς τήν σκέπην
τής προσποιήσεως, καί παραχρήμα έξατμήθη όλη ή δυσωδία τής τυραννίας του. Τότε οί 'Ηπειρώται άνοιξαν τούς όφθαλμούς των, άλλά, φεύ! δέν είδον άλλο, είμή τόν φοβερόν θρόνον τού τυράννου έπάνω είς τάς κεφαλάς των. Κεχαυνωμένοι ούν άπό τήν τυραννικήν μέθην, δέν άπεφάσισαν έν καιρώ νά συντρίψουν τοσούτον ζυγόν' όθεν καί ηύξησεν βαθμηδόν καί έστερεώθη τόσον, ώστε όπού ό ίδιος τύραννος θαυμάζει διά τή άναισθησίαν τών δούλων του
...............................................................
 
Δόξα ούν τή 'Ελευθερία, έχομεν έν παράδειγμα, καί μεγάλον καί νέον, τό όποίον είναι άρκετόν, διά νά σάς καταπείση, χωρίς νά έχω χρείαν νά άντιγράψω τούς ίστορικούς. Τοιούτον παράδειγμα τόσον είναι άξιοθαύμαστον είς τήν ίδιότητά του, όσον μεγαλειτέρα ήθελε σταθή ή άνοησία έκείνων, όπού δέν ήθελον καταπεισθή. Οί Σέρβοι μάς δίδουν αύτό τό μεγάλον παράδειγμα, ώ 'Ελληνες. Αύτοί ήτον ό λαός ό πλέον άπλούστατος, καί βέβαια καθείς έστοχάζετο, ότι άργότερα ήθελε λάμψει ή έλευθερία είς έκείνα τά μέρη, παρά είς τά άλλα.
Μ' όλον τούτο, ό θαυμαστός στρατηγός των καί έλευθερωτής των Γεώργιος έστάθη ίκανός νά έπαναστατηση όλους τούς συμπατριώτας του, καί είς τό βραχύτατον διάστημα έξ μηνών νά έλευθερώση τήν πατρίδα του άπό τόν ζυγόν τής όθωμανικής τυραννίας. 'Ω, πόσα μαθήματα έδωσεν καί πόσας άμφιβολίας διέλυσεν μέ τά έργα του ό άξιάγαστος Γεώργιος είς μεταχείρισιν τών 'Ελλήνων! 'Ω, πόσον άποστόμωσε τούς άνοήτους καί φλυάρους κατά τών 'Ελλήνων μέ τά κατορθώματά του, καί έτρόμαξεν τούς άχρείους όθωμανούς μέ τά άρματα τής νίκης καί τής έκδικήσεως!

'Ω 'Ελληνες, μάθετέ το διά πάντοτε, τά άρματα τής δικαιοσύνης είναι άνίκητα, καί οί όθωμανοί θέλουν φύγει άπ' έμπροσθεν τών άρματωμένων 'Ελλήνων. Μήν άλησμονήσητε πρός τούτοις, παρακαλώ, τό παντοτινόν παράδειγμα τών θαυμαστών Μανιάτων. 'Ιδετε ότι οί όθωμανοί ποτέ δέν ήμπόρεσαν νά τούς καταδαμάσουν, ούτε κάν νά πλησιάσωσι τολμούσι πλέον είς τά σύνορά των. 'Ενθυμηθήτε, τέλος πάντων, ότι ή άρχή τής νίκης είναι ή άνθίστασις, καί ότι οί 'Ελληνες δέν είναι ούτε άγριοι, ούτε ούτιδανής ψυχής, καθώς οί έχθροί των όθωμανοί. 'Εγώ δέν ήξεύρω, τί νά σάς είπώ περισσότερα, χωρίς νά σάς ξαναειπώ τά ίδια. 'Η ύπόθεσις είναι τόσον φανερά, όπού μού κακοφαίνεται τή άληθεία, νά ήθέλησα νά σάς τήν άποδείξω. 'Αλλ' έπειδή άνάμεσα είς έκείνους όπού άμφιβάλλουν άπό δισχυρογνωμίαν, ή μάλλον είπείν κακογνωμίαν, εύρίσκονται τινές, οί όποίοι άμφιβάλλουσιν άπό άμάθειαν, διά τούτο καί μόνον άπεφάσισα νά παραστήσω τάς αίτίας, όπού βιάζουσιν ένταυτώ καί εύκολύνουν τήν έπανόρθωσιν τού γένους μας.

'Υστερα λοιπόν άπό τάς προειρημένας αίτίας, όπού άνέφερον, μένει άκόμη μία, ή όποία τόσον είναι μεγάλη καί εύκολονόητος, όπού πρέπει νά καταπείση καί τούς πλέον δισχυρογνώμονας. Ποίος άμφιβάλλει, έπί παραδείγματι, ότι τό μέρος είναι μικρότερον άπό τό όλον; Ποίος πρός τούτοις άμφιβάλλει, ότι μία δύναμις άς πέντε νικά μίαν άλλην άς δύο; Βέβαια ούδείς.

Οί 'Ελληνες λοιπόν πρός τούς όθωμανούς, είναι άς τά έπτά πρός τό έν, καθώς άνωτέρω άπεδείχθη. Καί ποίος, παρακαλώ σας, τώρα δέν θέλει καταπεισθή άπό αύτήν τήν δείξιν, ότι οί 'Ελληνες πρέπει έξ άνάγκης νά νικήσωσι τούς όθωμανούς; Ποίος είναι έκείνος, όπού νά άμφιβάλλη καί νά μήν είναι όλοτελώς άναίσθητος; 'Εγώ θέλω νά έλπίσω, ότι δέν θέλει εύρεθή κανείς τόσον δύσνους καί άνόητος. 'Ω 'Ελληνες! 'Ω άγαπητοί μου άδελφοί! Καί όλιγότεροι άν ήμεθα άπό τούς όθωμανούς, άφεύκτως ήθέλαμεν τούς νικήσει, διά τάς τόσας αίτίας όπού άνωτέρω είπον, πόσω μάλλον όντες έπτάκις άνώτεροι είς τήν ποσότητα! Οί έχθροί μας δέ όχι κατά τόν άριθμόν μόνον, άλλά καί κατά τά ήθη, κατά τήν άνδρείαν καί κατά τήν μεγαλοψυχίαν, είναι έκατόν φοράς ύποδεέστεροί μας. Πώς λοιπόν είναι δυνατόν νά μήν νικήσωμεν τούς έχθρούς μας; 'Ισως πάλιν κανένας άπό έκείνους όπού συνηθίζουν νά έρωτώσι, χωρίς νά καταλαμβάνωσι, ήθελεν άποκριθή: «σΑν ούτως έχει τό πράγμα, διατί λοιπόν μέχρι τής σήμερον δέν τούς ένίκησαν;» Καί πότε έπολέμησαν, άνόητε άνθρωπε, καί δέν τούς ένίκησαν; Αύτοί οί όλίγοι φευγάτοι είς τά δάση, όπού καθημερινώς πολεμούσι καί νικούσι, δέν είναι ίκανοί ίσως νά σού άποδείξουν τήν άλήθειαν; Τά έλληνικά πλοία, καί μάλιστα τών 'Υδριώτων, όπού καθημερινώς μέ τούς άλλογενείς πειράτας έχθρούς των πολεμούσι, δέν τούς νικούσιν ίσως πάντοτε, άγκαλά καί άσυγκρίτως μεγαλειτέρους των; 'Ο Γεώργιος δέν έλευθέρωσεν ίσως τούς Σέρβους; Καί ποίος άμφιβάλλει, ότι ό Ρήγας ήθελεν έλευθερώσει τήν 'Ελλάδα, άν ή φθονερά τύχη μας δέν ήθελεν δανείσει τής προδοσίας τό μιαρόν ξίφος είς τάς χείρας τού σκληρού Οίκονόμου; 'Αλλ' ίδού πάλιν άλλος, άπ' έκείνους όπού κρίνουν τά πράγματα καθώς τά βλέπουν, καί όχι καθώς είναι, νά λέγη: «'Ε! ένας ήτον ό Ρήγας, καί άλλος δέν εύρίσκεται». 'Ω, πόσον λανθάνεται, όποιος έτζι στοχάζεται! 'Εγώ δέν θέλω νά κάμω τοιαύτην άτιμίαν τής άνθρωπότητος, καί μάλιστα τού γένους μας, πιστεύοντάς το. Καί άν μέχρι τού νύν δέν έφάνη, όχι διά τούτο δέν ήμπορεί νά έμφανισθή έντός όλίγου; Μόνον οί άκατάπειστοι άς προσμείνουν νά ίδούν είς τόν ίδιον καιρόν τήν έλευθερίαν τής 'Ελλάδος καί τήν έντροπήν τους. 'Εσείς δέ, ώ μιμηταί τού μεγάλου Ρήγα, άκούσατε μερικάς ένθυμήσεις, όπού τώρα θέλω σάς καταγράψει, διά νά δώσω τέλος τού λόγου μου, καί έν ταυτώ νά άποδείξω τά μέσα μιάς έπαναστάσεως καί έπανορθώσεως τού γένους μας.

'Εγώ δέν νομίζω μ' έτούτο νά σάς συμβουλεύσω, ώ άγαπητοί μου, έπειδή ήξεύρω, ότι ό μεγαλείτερος διδάσκαλος είναι ό έρως τής πατρίδος, καί έσείς τόν αίσθάνεσθε, όσον χρειάζεται. Τό θέμα όμως τό καλεί, καί διά τούτο σάς λέγω, ότι ή άρετή πρέπει νά είναι ό όδηγός τών έπιχειρημάτων σας. 'Ο σκοπός σας πρός τό καλόν τό γενικόν, καί όχι τό μερικόν, νά άποβλέπη πάντοτε. 'Η φρόνησίς σας θέλει σάς διδάξει, πώς νά φυλάξητε τό μυστικόν. 'Εγώ σάς ένθυμώ μόνον, ότι οί προδόται εύρίσκονται πανταχόθεν. 'Η έμπειρία σας θέλει σάς δείξει τά εύκολοφύλακτα χωρία καί τούς φιλοπάτριδας καί έναρέτους άνδρας, έγώ δέ σάς ένθυμώ πόσον συμφέρουν είς τήν έπιχείρησίν σας. 'Εσείς δέν είσθε χρυσολάτραι, έγώ δέ σάς ένθυμώ, όπόσον ούτιδανώνει ή φιλαργυρία μίαν ήρωΐκήν ψυχήν. 'Εσείς, τέλος πάντων, ήξεύρετε πώς νά νικήσητε, έγώ δέ σάς λέγω νά καλομεταχειρισθήτε τάς νίκας σας. Μήν άλησμονήσητε τήν ταχύτητα τού καιρού, διά νά μήν άπερνά ούτε μία στιγμή, όπού νά μήν είναι στεφανωμένη άπό τά χρηστά κατορθώματά σας. Είσθε προβλεπτικοί. Βραβεύσατε τήν άξιότητα είς όποιον ύποκείμενον τήν εύρετε, τιμωρήσετε τά άμαρτήματα όμοίως. Καί, τέλος πάντων, κράξατε πρός τούς συναδελφούς μας 'Ελληνας καί είπατε αύτών: 'Ιδού, άδελφοί, καιρός σωτηρίας. Μήν σάς λυπήση όλίγον αίμα διά τήν έλευθερίαν σας καί τήν εύτυχίαν σας. Ποίος δέν κόπτει τόν δάκτυλον, διά νά ίατρεύση τήν χείρα του; Λάβετε τά σπαθία τής δικαιοσύνης, καί άς όρμήσωμεν κατά τών δειλών όθωμανών, διά ατα στίς μάνες τους μές σέ βαθιά ταγάρια ξεπρόβαιναν τά χαλκοπράσινα λοξόματα νά συνθλάσωμεν τάς άλύσους μας.

'Ας εύχαριστήσωμεν τόν Θεόν, όπού δέν έγεννήθημεν ένα αίώνα πρωτύτερα, άλλ' έγεννήθημεν είς καιρόν έπιτηδειότατον είς τό νά έλευθερώσωμεν τήν πατρίδα μας. Ποία μεγαλειτέρα εύχαρίστησις διά ένα άνθρωπον άπό αύτήν! Μήν βραδύνετε λοιπόν, ώ άγαπητοί, τήν ύπόθεσιν. 'Ας ξεσπαθώσωμεν μίαν φοράν, καί τό πράγμα θέλει έλθει μόνον του είς τό τέλος. Τό όθωμανικόν κράτος, πάλιν σάς τό ξαναλέγω, πρέπει νά πέση έξ άποφάσεως, ή ούτως ή ούτως. 'Αλλοίμονον λοιπόν είς τό γένος μας, άν κυριευθή άπό έτερογενές βασίλειον. Τότε οί 'Ελληνες δέν θέλουν μείνει πλέον 'Ελληνες, άλλά κατ' όλίγον όλίγον θέλουν διαφθαρή τά ήθη των, καί θέλομεν μείνει πάλιν δούλοι, καί δούλοι ίσως, πάλιν, άλευθέρωτοι διά πολλούς αίώνας. Διά τήν άγάπην τής τιμής μας, στοχασθήτε το μέ προσοχήν. Μήν σάς πλανήσουν τά ταξίματα τών έπιτρόπων καί άποστόλων τών ξένων βασιλειών. Αύτοί είναι τόσοι σκλάβοι, καί διά νά μετριάσουν τήν έντροπήν των, προσπαθούν νά αύξήσουν τόν άριθμόν των. Αύτοί δέν προσκυνούσι, είμή τόν βασιλέα των καί τόν χρυσόν. Μήν στοχάζεσθε, ώ άδελφοί μου, ότι κανείς άπό αύτούς θέλει θυσιάσει καί χρυσόν καί στρατιώτας, διά νά διώξη τόν όθωμανόν καί νά μάς άφήση έπειτα έλευθέρους! 'Ω, κάλλιον ένας σεισμός ή ένας κατακλυσμός νά μάς άφανίση όλους τούς 'Ελληνας, παρά νά ύποκύψωμεν πλέον είς ξένον σκήπτρον. Διατί, ώ 'Ελληνες άγαπητοί μου, νά προσμείνωμεν νά μάς δανείση άλλος έκείνο, όπού ήμείς έχομεν; Χίλιας φοράς περισσότερον αίμα ήθελεν έκχυθή, άν ήθελεν είσέλθει ξένον σπαθί είς τήν 'Ελλάδα, παρά άν ήθέλαμεν έλευθερωθή μόνοι μας. Μήν σάς δειλιάση πρός τούτοις ή άπειρία μας, άλλ' ίδατε τούς Σέρβους

(1). 'Ιδατε ένταυτώ τούς νύν ναύτας τού γένους μας, πώς, άγκαλά καί άγράμματοι, ταξιδεύουν μέ μεγαλωτάτην εύκολίαν είς όλας τάς θαλάσσας, μάλιστα δέ κάμνουσι μόνοι τους τά πλέον ώραιότατα καί ταχύτερα καράβια. Μήν στοχάζεσθε λοιπόν, ότι χρειάζονται αίώνες, διά νά καλλωπισθή τό γένος μας καθώς πρέπει. Ούχί, ώ 'Ελληνες! Τό νά έλευθερωθή καί νά καλλωπισθή είναι τό αύτό, καί θέλει άκολουθήσει είς τόν ίδιον καιρόν. Μήν σάς φοβίσουν τά μέσα, ό,τι λογής καί άν είναι' άποβλέψατε μόνον είς τό χρηστόν τέλος. 'Ο καλός ναύτης ταξιδεύει μέ όλους τούς άνέμους. Ούτως καί ό έλευθερωτής τής 'Ελλάδος, είς κάθε περίστασιν, όπού τό τυχόν διορίση, ήμπορεί πάντοτε νά διοικήση καλώς, ώσάν όπού ό σκοπός του είναι ένας, έν τό τέλος του, λέγω τό κοινόν όφελος.

'Η τυραννία τών όθωμανών ηύξησεν τόσον, όπού μόνη της προδεικνύει τόν άφανισμόν της. 'Η 'Ελευθερία έπλησίασεν είς τήν προτέραν της κατοικίαν. 'Ο ήχος τής σάλπιγγος τού 'Αρεως έξύπνησεν άπό τούς τάφους των τών προγόνων μας τούς ήρωας. 'Ιδού ό Δημοσθένης, άπό τό έν μέρος, θεωρεί δεύτερον Φίλιππον είς τόν τύραννον τής 'Ηπείρου. 'Ιδού ό Λυκούργος βλέπει άλλους Σπαρτιάτας είς τούς Σουλιώτας καί

1. 'Ο άγαλματοποιός προτιμεί έν μάρμαρον άκέραιον καί άδούλευτον, παρά έν μισοδουλευμένον. 'Επειδή μέ τό πρώτον ήμπορεί νά κάμη ό,τι λογής άγαλμα θελήση, άλλά μέ τό δεύτερον πρέπει νά κάμη όχι έκείνο όπού θέλει, άλλ' έκείνο όπού ήμπορεί νά γίνη. Ούτω καί οί νύν 'Ελληνες, μήν όντες γενικώς πεπαιδευμένοι είναι εύκολώτερον νά καλοπαιδευθώσιν, παρά άν ήτον κακώς πεπαιδευμένοι. 'Η έλευθερία είναι σχολείον εύρυχωρότατον καί ή θέλησις ό πλέον έπιτήδειος διδάσκαλος.

Μανιάτας. 'Ο μέγας Λεωνίδας άκούει τά τύμπανα τής νίκης καί εύφραίνεται. 'Ο τύραννος τής Συρακούζης Διονύσιος βλέπει καί αύτός μακρόθεν τόν τύραννον τών όθωμανών καί προβλέπει τό τέλος του. 'Ηγγικεν ή ώρα, ώ 'Ελληνες, τής έλευθερώσεως τής πατρίδος μας! Τό τέλος τών τυράννων είναι, άδελφοί μου, πασίδηλον! 'Ολοι άπό τόν θρόνον μετέρχονται είς τόν 'Αδην μέ βίαιον θάνατον καί δέν μένει άπό αύτούς άλλο, είμή τό βρωμερόν όνομά των διά κατάραν είς τά στόματα τών μεταγενεστέρων.

'Ω 'Ελληνες! Οί ποταμοί αίματος τών συγγενών μας καί φίλων μας, όπού έχύθησαν άπό τό όθωμανικόν σπαθί, ζητούσιν έκδίκησιν. Τόσοι άλλοι, όπού μέλλουσι νά χυθή, ζητούν βοήθειαν. 'Αλλοίμονον λοιπόν είς τά άπρόσεκτα πνεύματα, καί μακάριοι οί συνδρομηταί!

Ναί, άγαπητοί μου άδελφοί, άκόμη μίαν φοράν διά πάντα σάς τό ένθυμώ, ότι καιρός τής δόξης έφθασεν, καί κάθε μικρά άναβολή είναι έπιζήμιος κατα πολλά είς ήμάς. 'Ας τρέξωμεν λοιπόν όλοι μας, ναί, όλοι μας, πρός κοινήν ώφέλειαν. Καί άμποτες κάγώ, σύν τοίς λοιποίς φιλογενέσι μου, νά άξιωθώ όγλήγορα νά χύσω τό αίμα μου διά τήν σωτηρίαν τής γλυκυτάτης μου πατρίδος καί νά αίσθανθώμεν όλοι μας ή τήν χαράν τού Θεμιστοκλέους ή τού 'Επαμεινώντα.

'Ε! πόσον γλυκύ πράγμα είναι νά όμιλή τινάς τήν άλήθειαν! Γλυκύτερον όμως καταπολλά είναι νά έκφέρη είς φώς άληθείας έπωφελείς. Αύτό έγώ έπροσπάθησα, άγαπητοί μου, νά έκτελέσω καί έλπίζω νά έπέτυχον τού σκοπού μου. 'Αχρηστον ήθελεν είναι είς ένα άρρωστον, άν ό ίατρός, άφίνοντας κατά μέρος τό πάθος του, ήθελε τού όμιλήσει περί άλλων παθών.

Διά τούτο κάγώ, γνωρίζοντας τήν άληθή άσθένειαν τής 'Ελλάδος, περί αύτής μόνον άπεφάσισα καί ώμίλησα τών άδελφών μου 'Ελλήνων. 'Απέδειξα τί έστί έλευθερία. 'Επειτα έφανέρωσα πόσον άναγκαίον άπόκτημα είναι είς τόν άνθρωπον' ότι μόνον αύτη τόν άποκαταστεί άξιον τού όνόματός του, όντας ό δούλος ποταπότερος καί άπό τά ίδια άλογα ζώα. Τά όλίγα παραδείγματα όπού άνέφερα άπό τήν άναρίθμητον ποσότητα, όπού ή ίστορία μάς διηγείται, άπέδειξαν όπόσων μεγάλων κατορθωμάτων είναι πρόξενος ή έλευθερία. Δέν έλειψα άπό τό νά σάς ένθυμίσω τό χρέος, όπού ό άνθρωπος έχει νά διαυθεντεύση τήν Πατρίδα του καί τήν 'Ελευθερίαν του. Τέλος πάντων, άγαπητοί μου, έπροσπάθησα νά σάς άποδείξω, πόσον εύκολος είναι ή έπανόρθωσις τής 'Ελλάδος.

'Ο χαρακτήρ μας, ή ποσότης μας, τά ήθη μας, τό γήρας τής τυραννίας, τό πλήθος τών συνδρομητών καί ή φυγή τής άμαθείας, έστάθησαν τά άναντίρρητα δικαιολογήματά μου. 'Εν ένί λόγω, έδειξα τού καθενός πού εύρίσκεται ή εύτυχία του. 'Αμποτες, λοιπόν, όλοι μας νά κινήσωμεν πρός άπάντησίν της, καί νά άξιωθώμεν ταχέως νά δοξάσωμεν τό όνομα τής 'Ελλάδος, καί σκιρτίζοντες νά άλαλάξωμεν: Ζήτω ή 'Ελευθερία τών 'Ελλήνων είς αίώνας αίώνων! Γένοιτο, γένοιτο!